ημίπνους

ημίπνους
ἡμίπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που μόλις αναπνέει, ο μισοζώντανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -πνους (< πνοή), πρβλ. ηδύ-πνους, σύμ-πνους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἡμίπνους — half breathing masc/fem nom pl ἡμίπνους half breathing masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίπνουν — ἡμίπνους half breathing masc/fem acc sg ἡμίπνους half breathing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”